Η συμφωνία των Πρεσπών έλυσε έναν γόρδιο δεσμό με θάρρος. Δυστυχώς, «η νεοελληνική ανοησία» όχι μόνο δεν επέτρεψε την πλήρη αξιοποίησή της, αλλά διευκόλυνε την υπονόμευσή της από τη βορειομακεδονική σοβινιστική Δεξιά. Η συμφωνία είναι στη γραμμή και στα πλαίσια της μεταπολεμικής γαλλογερμανικής ειρήνευσης, φιλίας και κατανόησης. Είναι ένα έξοχο παράδειγμα του πώς οι λαοί της περιοχής μπορούν να οικοδομήσουν το μέλλον τους εν ειρήνη και με αισιοδοξία, μακριά από παρεμβάσεις τρίτων. Και αυτό, σε μια εποχή που η περιοχή σαρώνεται από πολέμους και προθέσεις ένοπλων συγκρούσεων.
Η συμφωνία των Πρεσπών έχει μέγιστη γεωπολιτική σημασία. Συμβάλλει στη σταθερότητα σε μια ταραγμένη περιοχή και στην υπέρβαση «της φυλακής της ιστορίας». Παρέχει ασφάλεια τόσο στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή, όσο και στην ίδια τη «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Η τελευταία ζει υπό τη δαμόκλειο σπάθη εκείνων των επιθετικών κύκλων που προσβλέπουν στη «Μεγάλη Αλβανία» και στη «Μεγάλη Βουλγαρία», δηλαδή στον διαμελισμό της Βόρειας Μακεδονίας. Αντίθετα, για την Ελλάδα είναι ύψιστο συμφέρον η σταθερότητα αυτής της χώρας.
Η συμφωνία των Πρεσπών χτύπησε πλευρές του αλυτρωτισμού στη ρίζα του. Η φίλη Βόρεια Μακεδονία αναγνώρισε ότι η ιστορία των Σλαβομακεδόνων ξεκινά μόλις στον 7ο μ.Χ. αιώνα και παραδέχτηκε ότι δεν έχει καμιά σχέση με τη Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (άρθρο επτά της συμφωνίας). Ανάλογα, ότι η γλώσσα τους δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία Μακεδονία, αλλά είναι μια γλώσσα, ως λέει η συμφωνία, «νότια σλαβική», δηλαδή χίλια χρόνια νεότερη του Μακεδονικού Βασιλείου. Η συμφωνία, επιπλέον, προέβλεψε τη συγκρότηση επιτροπής για την απαλοιφή κάθε αλυτρωτικής αναφοράς από τα σχολικά βιβλία, ιδιαίτερα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας. Η επιτροπή ολοκλήρωσε με μεγάλη επιτυχία το έργο της πριν από τις εκλογές του 2019 και έμειναν να πέσουν οι υπογραφές από τη νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. Αντί να κλείσει η Ν.Δ. θετικά το θέμα, διέλυσε την επιτροπή, έβγαλε τους ειδικούς από αυτήν, και πριν απ’ όλα τον ακομμάτιστο πρόεδρό της, τον αείμνηστο Σπύρο Σφέτα, μέγιστο βαλκανιολόγο και γνώστη της σλαβομακεδονικής, ο οποίος πέθανε με αυτόν τον καημό, και έβαλε στην επιτροπή «δικούς της» που έχουν το μειονέκτημα ότι δεν ομιλούν σλαβομακεδονικά. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι μετά από πέντε χρόνια δεν έχει γίνει τίποτα.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε μόνο τα προβλήματα που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, αλλά για πρώτη φορά διαμόρφωσε και έθεσε μια θετική ατζέντα συνεργασίας και ανάπτυξης των σχέσεων ανάμεσα στα δύο κράτη και τις κοινωνίες τους. Συνεργασία σε όλους τους τομείς, όπως στην οικονομία, στον πολιτισμό, στην έρευνα, καθώς και όλων των ειδών φορέων, όπως σωματείων, συνδικάτων, πανεπιστημίων, δημόσιων θεσμών. Και αντί η κυβέρνηση να ωθήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση τις διμερείς σχέσεις ώστε να αποκτήσουμε έναν σταθερό φίλο και σύμμαχο με θετικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή, υπονόμευσε την υλοποίηση όλου αυτού του πλέγματος θετικών προοπτικών. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έκανε τις προβλεπόμενες διακυβερνητικές, αλλά ο κ. Μητσοτάκης δεν πάτησε καν το πόδι του στα Σκόπια. Και «απορώ», η σημερινή κυβέρνηση δεν αναρωτήθηκε μια φορά για το τι θα επακολουθήσει αν ακυρωθεί στην πράξη, με όσα και η ίδια κάνει, ή αποδιοργανωθεί η συμφωνία; Και μια και είμαι στις απορίες μου, μπορεί κάποιος να μου πει γιατί θα κάνει κακό στην Ελλάδα να ελέγχει τον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας; Είναι «προδοσία» να έρθουν στη Βουλή αυτά τα πρωτόκολλα που το προβλέπουν, ενώ αν αναλάβει την άμυνα πάνω από τα βόρεια σύνορά μας η Τουρκία θα είναι το απόγειο του «πατριωτισμού» ως ανοήτως κάποιοι διατείνονται; Και παρακάτω, τι θα πάθαινε η Ελλάδα αν εκπαίδευε τους Βορειομακεδόνες ιερείς, δικαστές, διπλωμάτες και περισσότερους από ό,τι σήμερα στρατιωτικούς; Σε τι θα ζημιωνόταν η Ελλάδα και ως εκ τούτου η κυβέρνηση αρνείται επί πέντε χρόνια να φέρει τα προβλεπόμενα για αυτά πρωτόκολλα-μνημόνια προς ψήφιση στη Βουλή και γιατί κάποιοι μη γνωρίζοντες καν το περιεχόμενό τους το θεωρούν ένα διαπραγματευτικό χαρτί σε βάρος της άλλης πλευράς;
Η συμφωνία των Πρεσπών έθεσε στο κέντρο της προσοχής της τους πολίτες των δύο χωρών, τα δικαιώματά τους, τη διευκόλυνση της συνεργασίας των ιδίων και των κοινωνικών τους οργανώσεων, την ανάπτυξη της Δημοκρατίας στην περιοχή και τη στήριξη των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στη φίλη χώρα. Εδωσε τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη για τον ευρωπαϊκό δρόμο της Βόρειας Μακεδονίας. Η Ελλάδα ήθελε και θέλει τα Δυτικά Βαλκάνια μακριά από παλιές διαφορές και πρόσφατες συγκρούσεις.
ΥΓ. 1: ∆εν είναι σοβαρή εκείνη η κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής την ώρα που παραβιάζεται η συμφωνία των Πρεσπών νιώθει την ανάγκη να πει ότι και αυτός διαφωνεί με τη συμφωνία, ή όταν υποστηρίζει λανθασμένα ότι η συμφωνία «έδωσε στους γείτονες έθνος και εθνότητα», όταν καμιά διεθνής συμφωνία δεν εμπεριέχει κάτι τέτοιο, ούτε ασφαλώς η συμφωνία των Πρεσπών, αφού μια τέτοια έννοια δεν προβλέπεται καν από το Διεθνές Δίκαιο. Πολύ φοβούμαι ότι όπως κάποιοι ανοήτως έλεγαν δημοσίως ότι έβαλαν στο Βουκουρέστι βέτο, που δεν έβαλαν, αλλά έδωσαν τη δυνατότητα στην τότε ΠΓΔΜ να καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να καταδικάσει τη χώρα μας, έτσι και σήμερα κάποιοι άλλοι δηλώνουν ανοήτως ότι η συμφωνία έδωσε πράγματα που δεν έδωσε, χωρίς να κατανοούν τον πραγματικό κίνδυνο, να αξιοποιηθούν αυτές οι δηλώσεις τους και πάλι σε βάρος της χώρας.
ΥΓ. 2: Το «θολωμένο» ΠΑΣΟΚ θεωρεί ότι η συμφωνία των Πρεσπών ήταν «θολή» και ως εκ τούτου μπόρεσε η νέα ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας να «την αμφισβητήσει». Δεν αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ότι η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια θα αντιμετωπίσει τις διεθνείς κριτικές για παραβίαση διεθνούς συμφωνίας επικαλούμενη τέτοιες και άλλες ανάλογες δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών; Διότι είτε η συμφωνία είναι ορθή και κακώς παραβιάζεται, ή δεν παραβιάζεται διότι είναι θολή και δεν τη «θέλουμε». Ορισμένοι του ΠΑΣΟΚ, όπως και η Ν.Δ., πράττουν και ομιλούν ως να μην αντιλαμβάνονται ότι με αυτά που λένε αφοπλίζουν διεθνώς την Ελλάδα.