Η Τουρκία διοικείται σήμερα από μια αυταρχική κυβέρνηση που ακολουθεί τον δρόμο του Πούτιν. Εδώ και αιώνες, oι ηγεσίες των αυταρχικών κρατών όταν αδυνατούν να εκσυγχρονίσουν και να εκδημοκρατίσουν τη χώρα τους επιλέγουν τον δρόμο «των εδαφικών επεκτάσεων», των προκλήσεων και των πολέμων.
Καλό είναι να κατανοήσει η ηγεσία της Τουρκίας ότι κάθε πρόκληση και επιδίωξη θερμού επεισοδίου σε βάρος της Ελλάδας θα έχει μεγάλο κόστος για αυτήν, καθότι η Ελλάδα διαθέτει ανεπτυγμένο θεσμικό σύστημα και άμυνα. Οφείλει, επίσης, να μελετήσει καλύτερα την Ιστορία παρά να μιλάει περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, διότι πέραν των άλλων, η ίδια, δεν έχει υλοποιήσει ούτε καν τις προβλεπόμενες δεσμεύσεις της από τη Συμφωνία των Πρέσβεων του Λονδίνου του 1914, ενώ έχει καταστρατηγήσει πολλαπλώς τη Συμφωνία της Λωζάννης, ακόμα και ως προς το αυτοδιοίκητο της Iμβρου και της Τενέδου.
Παράλληλοι κόσμοι Τουρκίας και Ρωσίας
Η Τουρκία τείνει να γίνει αντιγραφέας ρωσικών πολιτικών. Η Ρωσία στηρίζει την εισβολή της στην Ουκρανία και την τακτική της ισοπέδωσης στους άνισους όρους διεξαγωγής του πολέμου, υπενθυμίζοντας ανά πάσα στιγμή ότι διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιo. Με άλλα λόγια, διεξάγει έναν πόλεμο στη διάρκεια του οποίου έχει τη δυνατότητα εισβολής, χωρίς να ανησυχεί για ανταποδοτικά κτυπήματα στο διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφός της. Το ίδιο, πλέον, κάνει και η Τουρκία. Αυτή την περίοδο αποκτά ειδικές γνώσεις πυρηνικής τεχνολογίας από τη Ρωσία, ενώ διαθέτει τη δυνατότητα να τροφοδοτηθεί από το Πακιστάν με τα απαραίτητα μέσα ώστε να καταστεί πυρηνική δύναμη.
Ο Πούτιν ακολουθεί μια πολιτική και τακτική, όπως είχα ήδη επισημάνει από τις αρχές του έτους, που είναι πιστή αντιγραφή της πολιτικής διαμελισμού και ενσωμάτωσης της Πολωνίας από την τσαρίνα Αικατερίνη μετά το 1770. Ανάλογα, και ο Ερντογάν ακολουθεί μια πολιτική που «εμπνέεται» από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κράτη που έγιναν ανεξάρτητα από αυτήν, όπως η Ελλάδα, τα απειλεί με «νυκτερινές» περιπέτειες. Θεωρεί, δε, ότι διαθέτει ειδικά δικαιώματα ως παλιά αποικιοκρατική δύναμη έναντι κρατών όπως η Ελλάδα. Απέναντι σε αυτή τη σουλτανική αντίληψη, η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να είναι σαφής, ανυποχώρητη και αποφασιστική. Ασφαλώς συνομιλεί με την Τουρκία. Oχι, όμως, για τις αποικιοκρατικές αξιώσεις της. Συζητάει μόνο τα πραγματικά προβλήματα στη βάση των κανόνων καλής γειτονίας και του Διεθνούς Δικαίου.
Πόθεν η επιθετικότητα; Ενεργητική αξιοποίησητου Διεθνούς Δικαίου
Η Τουρκία εκδηλώνεται επιθετικά τόσο για προεκλογικούς λόγους όσο και γιατί η κυβέρνησή της επιδιώκει να αποπροσανατολίσει την κοινή της γνώμη από τα οξυμένα εσωτερικά προβλήματα. Oμως, η βασική αιτία της επιθετικότητάς της είναι οι επεκτατικοί της σχεδιασμοί, η αμφισβήτηση των ελληνικών δικαίων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τις ιστορικές εξελίξεις, η δημιουργία γκρίζων ζωνών και στη συνέχεια η προσπάθεια να τις οικειοποιηθεί.
Τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως αυτό του Ερντογάν, ερμηνεύουν κάθε εκδήλωση αδυναμίας, και υποχώρησης στις παραβιάσεις τους, ως πρόσκληση για ακόμη περισσότερη επιθετικότητα.
Ορθώς οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα καταγγέλλουν την Τουρκία για σειρά παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου. Η χώρα, όμως, δεν μπορεί να περιορίζεται σε αυτό. Το να είμαστε με το Διεθνές Δίκαιο σημαίνει πρωτίστως να το εφαρμόζουμε σε όλη την έκτασή του. Δεν είναι δυνατόν πέντε χρόνια αφότου ετοίμασα τα κατάλληλα Προεδρικά Διατάγματα να εξακολουθεί η Ελλάδα να μην κάνει νομικά κατοχυρωμένο κλείσιμο των κόλπων και να μην έχουν χαραχθεί οι νέες ευθείες γραμμές βάσης στο εξωτερικό τους μέρος. Η Ελλάδα οφείλει άμεσα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε όλη την Κρήτη στα 12 μίλια, και όχι μόνο στη νότια, καθότι αυτή τη στιγμή ενδιαφέρει κύρια η ανατολική Κρήτη, ώστε με αφετηρία τις νέες γραμμές βάσης και την αιγιαλίτιδα ζώνη «να κοπεί» άμεσα στη μέση η ψευδο-ΑΟΖ Λιβύης – Τουρκίας.
Η Ελλάδα, επίσης, οφείλει να υπερασπίζεται με σταθερότητα τα δικαιώματά της. Επί παραδείγματι, δεν μπορεί να καταλαμβάνει η Τουρκία χωμάτινη νήσο στον Eβρο και ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης της Ν.Δ. να διατείνεται ότι «δεν πειράζει που κατελήφθη για μερικές ώρες». Δεν μπορεί να υπερίπτανται ακόμη και drones πάνω από ελληνικό έδαφος και να μην ενημερώνουμε Τουρκία, συμμάχους, ΟΗΕ και διεθνή κοινότητα ότι την επόμενη φορά θα τα ρίξουμε με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Δεν είναι δυνατόν επί σημερινής κυβέρνησης να υπερίπτανται για πρώτη φορά τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα πάνω από ηπειρωτικό ελληνικό έδαφος (όπως στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης) και «να μην τρέχει τίποτα», ή να αδιαφορεί η ελληνική πολιτεία για την τύχη της Κύπρου και τα νέα φιλοτουρκικά πλαίσια που εμφανίζει στο ζήτημα μερίδα του διεθνούς παράγοντα!
Επίσης, δεν είναι δυνατό να προαναγγέλλει η Τουρκία ότι θα εκβιάσει τις Σουηδία και Φινλανδία ως προς την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και να μην αποσαφηνίζει η Ελλάδα ότι δεν θα δεχτεί μια συμφωνία που θα στρέφεται σε βάρος των συμφερόντων της, όπως και έγινε (άρση του εμπάργκο όπλων προς Τουρκία). Ή να αποδέχεται η κυβέρνηση της Ν.Δ. να κάνει η Ε.Ε. πολιτική για το Λιβυκό χωρίς τη συμμετοχή μας, που την είχαμε επιβάλει επί ημερών μου. Αν συνεχίσουμε έτσι η Τουρκία θα λάβει λάθος μήνυμα, ότι είμαστε αδύναμοι ή ότι τη φοβόμαστε. Θυμίζω, τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως είναι αυτό του Ερντογάν, ερμηνεύουν κάθε εκδήλωση αδυναμίας, και υποχώρησης στις παραβιάσεις τους, ως πρόσκληση για ακόμη περισσότερη επιθετικότητα.
Να συνδυάσουμετην αποτροπή με τον διάλογο
Η πολιτική μας πρέπει να συνδυάζει τη σαφήνεια, τις κόκκινες γραμμές, τη συνεχή υλοποίηση των δικαιωμάτων μας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο με την επιμονή στον διάλογο με την Τουρκία. Οχι για να γίνονται επικοινωνιακά παιχνίδια (όπως έγιναν με τις «Διερευνητικές»), αλλά για την ουσία των πραγμάτων. Αφενός να υπάρχει συνεχής επαφή και να αποτρέπεται στον βαθμό του δυνατού η όξυνση, να δεσμεύουμε την Τουρκία σε έναν τέτοιο διάλογο, και αφετέρου να λύνονται ακόμη και μικρά προβλήματα, χαμηλής ισχύος, αλλά χρήσιμα για να μη δυναμώσει απεριόριστα η δυσπιστία. Στόχος διττός: η αποτροπή της Τουρκίας και η επιμονή στον δρόμο της ειρηνικής επίλυσης των πραγματικών διαφορών.
Αρκετοί με συκοφάντησαν, άλλοι γιατί παρέμεινα ανυποχώρητος έναντι των τουρκικών πιέσεων, και άλλοι γιατί ταυτόχρονα διατήρησα ανοικτά τα κανάλια του διαλόγου. Δεν επιθυμούν να παραδεχτούν το γεγονός ότι επί υπουργίας μου αποτράπηκε αυτή ακριβώς η όξυνση, ενώ η Ελλάδα δεν γνώρισε νέου τύπου παραβιάσεις και ένταση προκλήσεων όπως καταγράφηκαν τα τελευταία τρία χρόνια. Και αυτό διότι τότε εφαρμόστηκε μια πολιτική που συνδύαζε την αυστηρή στάση αρχών με τον διάλογο. Προωθήθηκε η διπλωματική πρακτική, η οποία σήμερα αντικαταστάθηκε από κούφιες επικοινωνιακές εμμονές προς εντυπωσιασμό. Πρακτική που βραχυπρόθεσμα ωφελεί τους κυβερνώντες, αλλά βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα.