Σε μια σύγχρονη κοινωνία ο τρόπος λειτουργίας του μιντιακού και ευρύτερα του Πληροφοριακού και Επικοινωνιακού συστήματος επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία της Δημοκρατίας, την πολιτιστική ταυτότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Η πρωτοφανής κρίση που βιώνει η Ελλάδα μετά το 2010 συνδέεται άμεσα με τα χαρακτηριστικά του μιντιακού της συστήματος όπως αυτά διαμορφώθηκαν μεταπολιτευτικά, ιδιαίτερα δε με τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η ιδιωτικοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού χώρου και με τον έλεγχο που ασκούν λίγες οικογένειες μεγαλοεπιχειρηματιών στα Μέσα εθνικής εμβέλειας. Έτσι, τα κυρίαρχα Μέσα αποτέλεσαν και αποτελούν:
Επίλεκτο τμήμα και ισχυρό πολιτικό στήριγμα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που κυβερνούν τον τόπο.
Ιμάντα χειραγώγησης των πολιτών και της πολιτικής ζωής.
Παράγοντα διαμόρφωσης και τελικά υποβάθμισης του επιπέδου του δημόσιου διαλόγου και της πολιτιστικής πραγματικότητας.
Ως αποτέλεσμα, η κοινωνία αποπροσανατολίζεται και καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου για την αντιμετώπιση των κρίσιμων αναπτυξιακών προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα και την έχουν οδηγήσει σε πορεία παρακμής.
Στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία τα προβλήματα εντείνονται και το τοπίο στο μιντιακό μας σύστημα γίνεται όλο και πιο ζοφερό. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι παρακάτω εξελίξεις:
Πρώτον. Η αγορά συρρικνώνεται καθώς οι κυκλοφορίες μειώνονται και η διαφήμιση μετακινείται στο διαδίκτυο και κατά κύριο λόγο στο facebook και στη google. Τα ανεξάρτητα Μέσα αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες επιβίωσης γεγονός που αυξάνει τις δυνατότητες χειραγώγησης και ελέγχου από τους μεγαλοεπιχειρηματίες που έχουν εντάξει ΜΜΕ σε ευρύτερες οικονομικές αυτοκρατορίες και από την κυβέρνηση.
‘Ετσι η αναγκαία οικονομική ενίσχυση λόγω της πανδημίας μετατράπηκε από τη ΝΔ σε ευκαιρία προώθησης πελατειακών σχέσεων και επηρεασμού των Μέσων. Μέσω της κρατικής διαφήμισης διανεμήθηκαν 20 εκατ. ευρώ σε 1.232 ΜΜΕ (η λεγόμενη λίστα Πέτσα) με τρόπο αδιαφανή και χωρίς κριτήρια. Εξ αυτών περισσότερο από το 1/3 απέσπασαν οι 5 μεγάλοι όμιλοι που ασκούν ολιγοπωλιακό έλεγχο στην αγορά έντυπων και οπτικοακουστικών Μέσων εθνικής εμβέλειας (Βαρδινογιάννης, Αλαφούζος, Μαρινάκης, Κυριακού, Σαββίδης), ενώ έντυπα και δικτυακά Μέσα που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, αλλά και ιστορικές και έγκυρες εφημερίδες της περιφέρειας έλαβαν πολύ μικρά ποσά ή αγνοήθηκαν εντελώς.
Παρά τις αντιδράσεις, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέα χρηματοδότηση για διαφημιστική καμπάνια για τον κορονοϊό αυτή τη φορά μόνο προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας ύψους δύο εκατομμυρίων ευρώ (περίπου 350 χιλιάδες ευρώ ανά σταθμό).
Επιπλέον, με το νόμο Λιβάνιου για τα ΜΜΕ που ψηφίστηκε πρόσφατα, προβλέπεται ότι η οφειλόμενη δόση ποσού 3,5 εκατ. ευρώ για το 2020 μπορεί να μειωθεί έως 98% για τον υπερθεματιστή, ενώ ρυθμίζονται και τα χρέη των εκδοτών προς τον ΕΔΟΕΑΠ. Ασφαλώς, πρόκειται για απαράδεκτες ρουσφετολογικές ρυθμίσεις τη στιγμή που η οικονομική κρίση βαθαίνει, το δημόσιο χρέος αυξάνει και η χώρα οδηγείται σε νέα μνημόνια και περιπέτειες.
Δεύτερον. Οι εργασιακές σχέσεις επιδεινώνονται καθώς η ανεργία διογκώνεται, τα εργασιακά δικαιώματα περιορίζονται και καταπατούνται, οι μισθοί μειώνονται. Η ραγδαία επέκταση και καθιέρωση της τηλεργασίας χωρίς νομοθετικό πλαίσιο που να προστατεύει τους εργαζόμενους δημιουργεί μια σειρά νέα προβλήματα και συχνά οδηγεί στην εντατικοποίηση της εργασίας, στην ενίσχυση του ελέγχου της εργοδοσίας, αλλά και σε σοβαρούς κινδύνους παραβίασης προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων. Ιδιαίτερα όσοι απασχολούνται σε δικτυακούς τόπους, συνήθως νέοι, βιώνουν την ανασφάλεια δουλεύοντας συχνά σε συνθήκες «γαλέρας» με ελάχιστες αποδοχές και ελαστικά ωράρια.
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, οι ανισότητες αυξάνουν ανάμεσα, από τη μια μεριά, σε μια μικρή ομάδα μεγαλοδημοσιογράφων (που μπορεί να είναι και ιδιοκτήτες Μέσων) με προνομιακές σχέσεις με τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ και, από την άλλη, τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων στα Μέσα (δημοσιογράφων, τεχνικών, διοικητικού προσωπικού, απασχολούμενων με μπλοκάκι) που αγωνίζονται να επιβιώσουν σ΄ ένα περιβάλλον όλο και πιο ανταγωνιστικό και δύσκολο. Την ίδια στιγμή, με το νόμο Λιβάνιου, απελευθερώνονται οι απολαβές των μεγαλοστελεχών της ΕΡΤ, του ΑΠΕ-ΜΠΕ και των μελών του ΕΣΡ. Έτσι, διευκολύνεται ο κομματικός έλεγχος στα κρατικά Μέσα με τη διαμόρφωση ενός σώματος καλοπληρωμένων «πραιτοριανών».
Τρίτον. Το Πληροφοριακό και Επικοινωνιακό σύστημα γνωρίζει ραγδαίες και δραματικές αλλαγές διεθνώς και στη χώρα μας. Οι αλλαγές αυτές επιταχύνθηκαν τη χρονιά που μας πέρασε λόγω της υποχρεωτικής μετάβασης όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων ενημέρωσης, εμπορίου, ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, εργασίας κλπ στον κυβερνοχώρο. Η ροή της πληροφόρησης περνάει όλο και περισσότερο μέσα από το διαδίκτυο, τα κοινωνικά Μέσα και την κινητή τηλεφωνία. Μάλιστα, η μεγάλη απαξίωση των παραδοσιακών Μέσων στην Ελλάδα, ιδίως της τηλεόρασης και των εθνικών εφημερίδων, συμβάλλει ώστε τα κοινωνικά Μέσα και οι δικτυακοί τόποι να είναι περισσότερο αποδεκτοί ως πηγές πληροφόρησης σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η εξέλιξη αυτή εντείνει φαινόμενα όπως η διάδοση ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας γεγονός που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τη Δημοκρατία, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αξιόπιστων πηγών ενημέρωσης και απαξίωση των θεσμών και του πολιτικού συστήματος.
Παρά την ύπαρξη δυνατοτήτων δημιουργίας και διάδοσης περιεχομένου από τον καθένα/μια που είναι συνδεδεμένος στον κυβερνοχώρο το βασικό στοιχείο του νέου επικοινωνιακού παραδείγματος είναι η τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, συμπεριφορικών δεδομένων και τελικά ελέγχου από τους τεχνολογικούς κολοσσούς που δρουν στον κυβερνοχώρο (όσον αφορά τη Δύση αναφερόμαστε κυρίως στις Amazon, Google, Apple, Facebook και Microsoft). Μέσω των αυξημένων δυνατοτήτων εξόρυξης και διαχείρισης δεδομένων που διαθέτουν, αξιοποιώντας την έλλειψη κατανόησης των κινδύνων από τους πολίτες και την απουσία διεθνών συμβάσεων που να περιορίζουν την εξουσία τους, εμπορευματοποιούν την ανθρώπινη εμπειρία και συμπεριφορά επιδιώκοντας να προβλέψουν και τελικά να καθορίσουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής μας.
Συμπερασματικά, υπάρχει στενή σχέση και αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε και στον τρόπο λειτουργίας του μιντιακού συστήματος. Οι πολιτικές της ΝΔ, και στο πεδίο αυτό, έχουν ταξικό και αντιδημοκρατικό χαρακτήρα. Στοχεύουν στην ενίσχυση της θέσης των οικονομικών ελίτ, στον αυξημένο κομματικό έλεγχο των κρατικών ΜΜΕ και οδηγούν στην επιδείνωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στα Μέσα και σε ένα μιντιακό σύστημα αναντίστοιχο με τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το πρώτο Προεδρικό Διάταγμα στις αρχές Ιουλίου 2019 η κυβέρνηση της ΝΔ επέβαλε κάτι πρωτοφανές για δημοκρατική χώρα. Την απευθείας υπαγωγή της ΕΡΤ και του ΑΠΕ-ΜΠΕ στον Πρωθυπουργό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη μεριά, δεν διαθέτει συγκροτημένο πρόγραμμα για την αναμόρφωση του μιντιακού συστήματος, ούτε την απαραίτητη αξιοπιστία. Ως κυβέρνηση, παρά ορισμένες θετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και αποφάσεις για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοτικού πεδίου, δεν μπόρεσε να βελτιώσει ουσιαστικά την κατάσταση στο μιντιακό σύστημα, ενώ όσον αφορά τη λειτουργία και την ποιότητα προγράμματος της καινούργιας ΕΡΤ απέτυχε πλήρως.
Η αντιστροφή της πορείας παρακμής της χώρας έχει ως μια αναγκαία, αλλά ασφαλώς όχι ικανή, προϋπόθεση ένα διαφορετικό μιντιακό σύστημα. Τεχνολογικά σύγχρονο, ποιοτικά αναβαθμισμένο και απαλλαγμένο από τον ασφυκτικό έλεγχο κυβέρνησης και οικονομικών ελίτ. Ένα μιντιακό σύστημα που θα προάγει τη συζήτηση για τα ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, θα προβάλλει και θα ενισχύει τον Πολιτισμό σε όλες του τις μορφές, θα φωτίζει με αντικειμενικότητα και επάρκεια διαφορετικές οπτικές κοινωνικών ομάδων και πολιτικών ρευμάτων, θα περιορίζει τη διάδοση ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών μέσω της ανόρθωσης της αξιοπιστίας πολλών ελληνικών ΜΜΕ και της βελτίωσης της δουλειάς των δημοσιογράφων. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ένα συνολικό πρόγραμμα που θα προάγει μια νέα Πληροφοριακή και Επικοινωνιακή πραγματικότητα και θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της Ελληνικής κοινωνίας.
Ως ΠΡΑΤΤΩ έχουμε ήδη προτείνει 8 βασικούς άξονες ενός τέτοιου προγράμματος:
Στήριξη και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού που δραστηριοποιείται στο χώρο των Μέσων και ευρύτερα της επικοινωνίας.
Κατάργηση όλων των ρουσφετολογικών ρυθμίσεων υπέρ των ολιγαρχών που ελέγχουν το μιντιακό σύστημα, όπως αυτές στο νόμο Λιβάνιου, και διακοπή κάθε προνομιακής σχέσης. Προφανώς, όσοι εκμεταλλεύονται τις τηλεοπτικές συχνότητες που αποτελούν δημόσιο πόρο πρέπει να πληρώνουν.
Προσπάθειες ενίσχυσης της εσωτερικής και εξωτερικής πολυφωνίας στα Μέσα. Αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών εποπτείας και ελέγχου και ιδιαίτερα του ΕΣΡ.
Διαφάνεια όσον αφορά τα οικονομικά των Μέσων, τη δανειοδότησή τους από το τραπεζικό σύστημα και τη δημόσια και ιδιωτική διαφημιστική δαπάνη. Δημοκρατικός έλεγχος και διαφάνεια σε όλες τις αποφάσεις του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.
Αναμόρφωση του δημόσιου πυλώνα ενημέρωσης που έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο να διαδραματίσει όσον αφορά την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό, την πλουραλιστική ενημέρωση και την παραγωγή ποιοτικού πολιτιστικού περιεχομένου. Ο έλεγχος της ΕΡΤ και του ΑΠΕ-ΜΠΕ πρέπει να περάσει από την κυβέρνηση στη Βουλή και να ασκείται με δημοκρατική ευαισθησία και διαφάνεια.
Ενίσχυση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, των νεοφυών επιχειρήσεων και γενικότερα της υγιούς επιχειρηματικότητας στα Μέσα. Καθορισμός σαφών κριτηρίων, ιδιαίτερα όσον αφορά την απασχόληση και την παραγωγή δημοσιογραφικού περιεχομένου, ώστε η κρατική διαφήμιση (αλλά και έκτακτες ενισχύσεις όπως αυτές που θεσπίστηκαν λόγω της πανδημίας) να κατανέμεται με διαφάνεια και δικαιοσύνη.
Ενεργή συμμετοχή στη διεθνή συζήτηση και ανάληψη πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της ΕΕ για το σεβασμό της ιδιωτικότητας στο διαδίκτυο και την προστασία των πολιτών από παρεμβάσεις παρακολούθησης ή αξιοποίησης προσωπικών δεδομένων και των metadata από κυβερνήσεις και ιδιωτικά συμφέροντα. Ο ολιγοπωλιακός έλεγχος των τεχνολογικών κολοσσών στον κυβερνοχώρο και οι προσπάθειές τους να προβλέψουν και να καθορίσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, σε συνδυασμό και με τεχνολογικές αλλαγές στα πεδία της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας, μας θέτουν αντιμέτωπους με πρωτοφανή προβλήματα και διλήμματα απειλώντας ακόμα και την ύπαρξη της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης.
Συνεχής προσπάθεια για αναβάθμιση των υποδομών και της ψηφιακής εγραμματοσύνης. Ουσιαστική αντιμετώπιση των αυξανόμενων ψηφιακών ανισοτήτων.
Η διαμόρφωση μιας νέας Πληροφοριακής και Επικοινωνιακής πραγματικότητας στη χώρα μας προϋποθέτει γνώση, πρόγραμμα και ισχυρή πολιτική βούληση από μια νέα εξουσία η οποία με τη στήριξη ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων θα προωθήσει τις αναγκαίες τομές. Με άλλα λόγια, είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας προσπάθειας για τη δημοκρατική αναγέννηση του τόπου.