του Διονύση Παντή
Δικηγόρος , μέλος Π.Σ. ΠΡΑΤΤΩ
Η επιθετικότητα και ο αναθεωρητισμός της Ισλαμικής Τουρκίας απογειώθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Ανεξάρτητα του αν ο Ερντογάν γνώριζε ή ακόμη περισσότερο εάν ενορχήστρωσε από το σκοτεινό παρασκήνιο των μυστικών υπηρεσιών το αποτυχημένο (;) πραξικόπημα (Αμπντουλάχ Μποζκούρτ, Nordic Monitor) για να επιφέρει ένα κυριολεκτικά θανατηφόρο «τελικό» χτύπημα στους αντιπάλους του του «κοσμικού» κράτους και των φιλοδυτικών- φιλοαμερικανικών δικτύων στην χώρα, ένα είναι το σίγουρο:
Μετά την νίκη του επί του κεμαλικού κατεστημένου είχε μόνον ένα εμπόδιο. Ένα εμπόδιο που μπορούσε να ενεργοποιηθεί εναντίον του και εναντίο του AKP ανά πάσα στιγμή για να αποτρέψει το ξεδίπλωμα της αυθεντικής τουρκοϊσλαμικής πολιτικής του: τα φιλοδυτικά/φιλοαμερικανικά δίκτυα στον στρατό, την κοινωνία, την εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση και την δικαιοσύνη.
Το δίκτυα αυτά περιελάμβαναν μεν εναπομείναντα κεμαλικά υπολείμματα, ιδίως στον στρατό, αλλά το κύριο σώμα τους αποτελούνταν από νέες δομές δικτύων που εν πολλοίς αντικατέστησαν τα κεμαλικά: φιλοαμερικανικές θρησκευτικές ισλαμικές κοινότητες ιδίως του κινήματος Γκιουλέν.
Το ειρωνικό, μέσα σε αυτές τις τραγικές και σκοτεινές ιστορίες που δείχνουν τις έντονες και βαθιές διεργασίες που συνέβαιναν και συμβαίνουν στην Τουρκία, είναι ότι όλα αυτά τα δίκτυα αναπτύχθηκαν από τον ίδιο το Ερντογάν και τη μορφή που έλαβε το τουρκικό ισλαμικό κίνημα με το AKP, δίνοντας τους την πολιτική κάλυψη και προστασία για την ανάπτυξη τους.
Βέβαια, για κάποιον προσεκτικό παρατηρητή, ερωτηματικά δημιουργούσε το γεγονός ότι, οι δομές αυτές δεν δημιουργούνταν από και μέσα στα υπάρχοντα ισλαμικά τάγματα σούφικης προέλευσης που αποτελούσαν τον μυστικό (και μυστικιστικό) χώρο όπου παράχθηκε η ιδεολογία και η στρατηγική του ΑΚP (και εν γένει τουρκικού ισλαμισμού και πριν το AKP) και μέσω των οποίων γίνονταν και η στρατολόγηση και ιδεολογικόθρησκευτική εκπαίδευση των στελεχών του (και των προηγούμενων ισλαμικών κομμάτων) αλλά έξω από αυτά .
Αυτές οι δομές και τα δίκτυα ήταν το άλλοθι του AKP για την διάλυση των φιλοδυτικών –φιλοαμερικανικών κεφαλικών δομών αλλά και η υποτιθέμενη «εγγύηση» για την φαινόμενη φιλοδυτική – φιλοαμερικανική πολιτική του AKP.
Οι Αμερικανοί έμειναν ευχαριστημένοι από την εξέλιξη αυτή ίσως και επειδή τους ήταν γνώριμη η λειτουργία παρόμοιων θρησκευτικών δικτύων από την προτεσταντική – Ευαγγελική κοινοτική τους παράδοση.
Το τουρκικό ισλαμικό κίνημα, στην εξέλιξη του στην AKP του μορφή, προσεκτικά ενέταξε στην πολιτική στρατηγική του θεσμικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές αμερικανικής «προέλευσης» όπως : 1) προσαρμογή του τουρκικού πολιτικού συστήματος στο αμερικανικό προεδρικό σύστημα, 2) αντικατάσταση της ευρωπαϊκής (γαλλικής) αρχής της «κοσμικότητας» (ένα από τα κεμαλικά «βέλη») με τον αμερικανικό σεκιουλαρισμό , 3) Ο έντονος αντικομουνισμός, οι δηλώσεις και ρητορεία πίστης στην δημοκρατία με την ισλαμιστική εξίσωση ότι «Ισλάμ = πραγματική δημοκρατία», η θρησκεία είναι το θεμέλιο του κράτους και του ατόμου (όλα όπως .. η συντηρητική Αμερική).
Στην οικονομία από το 1987 με πρωθυπουργό τον Τουργκούτ Οζάλ, το ισλαμικό κίνημα υιοθετεί τον νεοφιλελευθερισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποτέλεσε πράγματι την ιδανική ευκαιρία για τους Τούρκους Ισλαμιστές, αφού (εκτός του ότι άρεσε στους Αμερικανούς) 1. ήταν το ικανό και αναγκαίο εργαλείο οικονομικής πολιτικής εναντίον του κρατικοκαπιταλιστικού κεμαλικού οικονομικού μοντέλου όπου το κράτος, με αιχμή του δόρατος τον στρατό, είχε την κυρίαρχη θέση, 2. βοηθούσε την ανάδυση του (ισλαμικού) κεφαλαίου της ανατολής στην οικονομία, 3. ενέτασσε τις τουρκικές επιχειρήσεις του αναδυόμενου «καταπιεσμένου» κεφαλαίου της ανατολής στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και αγορά, εξασφαλίζοντας τους τις αναγκαίες πιστώσεις για την ανάπτυξη του, ενώ ταυτόχρονα 4. εξυπηρετούσε το ισλαμικό σχέδιο ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας και της ισλαμικής αγοράς και κατανάλωσης, με στόχο την απεξάρτηση από την αποικιοκρατική χριστιανική δύση, εξάρτηση στην οποία έβλεπαν ως αιτία της τουρκικής παρακμής και όλων τους των κακοδαιμονιών .
Οι Αμερικανοί έμειναν ευχαριστημένοι από τις (μελετημένες σε βάθος από τους ισλαμιστές) εξελίξεις και πολιτικές αυτές, τους εμπιστεύτηκαν και συναίνεσαν – έστω σιωπηρά – στην πολιτική «αντικατάσταση» των κεμαλιστών από τους «επιχειρηματίες» και συντηριτικούς ισλαμιστές .
Τους χαροποιούσε και εφησύχαζε η τουρκική προτίμηση στο «ανώτερο» αμερικανικό πολιτικό σύστημα και η ανυπομονησία τους για «δουλειές».
Ανεξάρτητα λοιπόν από την «σκοτεινή» εμπλοκή του ή όχι στο πραξικόπημα τα φιλοδυτικά – φιλοαμερικανικά δίκτυα ήταν πλέον το τελευταίο εμπόδιο για την απελευθέρωση της «αυθεντικής» τουρκοισλαμικής ψυχής που συμπληρωματικά συγκεράζει σε ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα την επιθετικότητα της νομαδικής τουρκικής φυλής και του ισλαμισμού.
Η ολοκληρωτική και υποδηλώνουσα ένα πολύ μελετημένο σχεδιασμό εξολόθρευσης των δικτύων αυτών (τελευταίων απομειναριών της αποικιοκρατικής εξάρτησης πριν την ισλαμική αναγέννηση του έθνους –milliet-), δεν μπορεί να έλαβε χώρα χωρίς να προϋπήρχε και περίμενε (;) μόνον μία αφορμή για το ξεδίπλωμα του, αφορμή η οποία και δεν άργησε να βρεθεί με το πραξικόπημα …
Συνακόλουθα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα η επιρροή του αποτρεπτικού δυτικού παράγοντα και των εσωτερικών δικτύων του για την ανασύσταση του τουρκοϊσλαμικού οθωμανικού μεγαλείου του παρελθόντος ελαχιστοποιήθηκε. Το καθεστώς φρόντισε άλλωστε να υποδείξει ως υπεύθυνο για το πραξικόπημα πάλι την Δύση.
Ο ισλαμικός / τουρκικός αναθεωρητισμός πλέον αναδύεται ανεμπόδιστος, ατόφιος, απροσχημάτιστος, με μία (τουρκοισλαμική) καθαρότητα γνώριμη από την επαναστατική και προεπαναστατική μας ιστορία.
Ετσι η Συνθήκη της Λωζάννης είναι απόρροια της μαύρης, οδυνηρής εποχής της εξάρτησης της Τουρκίας από την Χριστιανική Δύση και του κεμαλισμού και πρέπει να αναθεωρηθεί. Αντίθετα, το ισλαμικό οθωμανικό παρελθόν είναι αυτό της «καρδιάς» τους, ένα παρελθόν που όχι μόνον αναπολούν αλλά αναθεωρητικά και στρατηγικά επιδιώκουν την αποκατάσταση του παντού: από την περιοχή του Καυκάσου (Αρμενία – Αζερμπαϊτζάν) στην αραβική χερσόνησο (ΙΡΑΚ, ΚΑΤΑΡ), στην ανατολική και κεντρική μουσουλμανική Αφρική (μέσω «εκπαίδευσης» και οικονομίας πχ Σουδάν), στην Βόρεια Αφρική (στην Αίγυπτο μέσω της μουσουλμανικής αδελφότητας, στην Τυνησία μέσω του μετριοπαθούς φιλοτουρκικού ισλαμισμού, στην Λιβύη μέσω του τουρκολίβυου Σαράτζ), στα Βαλκάνια (εκμεταλλευόμενη τις τουρκοϊσλαμικές μειονότητες Βουλγαρία και Ερζεγοβίνη και τις προβληματικές σχέσεις της Ελλάδας με τα Σκόπια, στην Αλβανία, στο Κόσοβο με την «πολιτιστική» θρησκευτική «συγγένεια» ), στην Συρία, την Παλαιστίνη, την Κίνα (Ουιγούροι), ακόμη και στην ίδια την Ευρώπη με τις τουρκοϊσλαμικές μειονότητες και την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού…
Ο τουρκοϊσλαμικός γεωπολιτικός αναθεωρητισμός δεν βρίσκει όρια ούτε εντός των ακροτάτων ιστορικών ορίων του πάλαι ποτέ Ισλαμικού Χαλιφάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τουρκοϊσλαμική ψυχή κινείται αχαλίνωτη φαντασιακά (γιατί όχι) και πέραν της Βιέννης, (γιατί όχι) και στις πατρογονικές κοιτίδες στην Απω Ανατολή.
Η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, παρατηρεί ανίκανη να καταλάβει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν δομικά επιθετικό – αναθεωρητικό δρώντα, παρότι οι αναλογίες με την Γερμανία του 33 – 39 γίνονται εμφανείς.
Η Τουρκοϊσλαμική επιθετικότητα και πως αντιμετωπίζεται
Οι Τούρκοι Ισλαμιστές είναι προσανατολισμένοι στον δομικό αναθεωρητισμό – επιθετικότητα. Επεμβαίνουν Βόρειο Ιράκ, Σουδάν, βοηθούν τουρκισλαμιστές ή μουσουλμάνους στον Καύκασο, πολιτικά στην Κίνα (ουιγούροι).
Η επιθετικότητα της Τουρκίας επαναφέρει «παραδοσιακά» ισλαμικά και τουρκικά (Οθωμανικά) χαρακτηριστικά: οι εκφράσεις της γίνονται προσεκτικά μελετημένα, πιέζοντας και προλειαίνοντας επί μακρόν το έδαφος στο εν δυνάμει μέτωπο μέσω ανορθόδοξων μέσων (τακτική Ακιντσιλαρί), εγκληματικών στοιχείων και παραστρατιωτικών ομάδων που σπέρνουν τον τρόμο, ισοπεδωτικό και διαρκή ψυχολογικό πόλεμο, εκμετάλλευση στο έπακρον της οικονομικής πίεσης ή επικερδούς προστασίας, προσέγγιση αξιωματούχων, ενίσχυση της διαφθοράς στην περιοχή στόχο (μέσω λαθρεμπορίας και άλλων επικερδών εγκληματικών πράξεων κα).
Όταν εκδηλώνεται η προσχεδιασμένη και κατάλληλα προετοιμασμένη στρατιωτική επέμβαση με τους αρχικά οριοθετημένους στόχους έχουν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες της στρατιωτικής επιτυχίας με την συγκέντρωση και διάταξη δυνάμεων που εξασφαλίζουν την επιτυχία στην επιχείρηση και τις σχετικές διευθετήσεις μέσω μυστικών διμερών επαφών με τους πραγματικούς δρώντες (αυτούς με ισχύ και βούληση να χρησιμοποιηθεί, οι υπόλοιποι αγνοούνται). Η στρατιωτική επέμβαση με αλλεπάλληλες προσαρμογές εξαντλεί τις τακτικές δυνατότητες και οριοθετείται διπλωματικά στα πλαίσια και όρια που διαμορφώνουν σχεδόν αποκλειστικά πραγματικοί και μόνον παράγοντες ισχύος τρίτων δρώντων : Παράδειγμα η οριοθέτηση μετά την Τρίτη επέμβαση στην Συρία με την Ρωσία, δυνητικά όπως ίσως δούμε με την Αίγυπτο στο μέτωπο της Ανατολικής Λιβύης, στο Βόρειο Ιράκ με τον Αμερικανικό, σουνιτικό, σιιτικό και κουρδικό παράγοντα πάντα στα όρια των δυνατοτήτων αλλά χωρίς να ξεπεραστεί η γραμμή που μπορεί να καταστήσει την κατατριβή – οικονομική και στρατιωτική- ανεξέλεγκτη.
Με την ελαχιστοποίηση της διακινδύνευσης και τον λεπτομερή επιχειρησιακό σχεδιασμό επιτυγχάνεται : 1. Η εδραίωση του ψυχολογικού «μύθου» της αήττητης δύναμης, 2. Ο περιορισμός απωλειών σε ανεκτό οικονομικό – κοινωνικό – ανθρώπινου δυναμικού – εμπλεκόμενων στρατιωτικών μέσων επίπεδο (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία ανατολικού τύπου, ισλαμική κοινωνία, όπου τα ανεκτά όρια απωλειών είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα δυτικά) , 3. Ο περιορισμός του οικονομικού κόστους καθιστώντας την ίδια την επιχείρηση οικονομικά κερδοφόρα εκμεταλλευόμενη τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των περιοχών στόχων (εκεί όπου προβάλλει την ισχύ της) 4. την μεγιστοποίηση των κερδών (εδαφικών οικονομικών κα).
Μετά λοιπόν την τρίτη (1) επέμβαση στην Συρία – εξαναγκάζοντας στην πραγματικότητα τους Αμερικανούς να την ανεχθούν – η Τουρκία οριοθετείται μόνον από την Ρωσική ισχύ στην περιοχή. Κατόπιν προβάλλει την επιθετικότητα της στην Λιβύη.
Το ερώτημα είναι όταν δεν υπάρχει περαιτέρω χώρος επέκτασης στην Λιβύη που θα διοχετευτεί η εγγενής συστημική – ιδεολογική επιθετικότητα; Η απάντηση είναι απλή σύμφωνα με όσα αναφέραμε ήδη : όπου είναι εφικτό. Μπορεί να είναι στο Αιγαίο ή σε περιοχές της Αν. Μεσογείου όπου υπάρχουν συμφέροντα Ελληνικά και Κυπριακά; Η απάντηση πάλι είναι απλή: ναι εάν το κέρδος, ο αντικειμενικός σκοπός προβλέπεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με ανεκτό κόστος. Όχι εάν το κόστος θα είναι δυσανάλογα μεγάλο. Μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει απεριόριστες φιλοδοξίες, καταρχήν να καταστεί Περιφερειακή Δύναμη. Δεν θα διακινδύνευαν οι τούρκοι ισλαμιστές τις φιλοδοξίες αυτές καθώς επίσης και την πολιτική τους ηγεμονία που γνωρίζουν ότι πολλοί εχθροί αλλά και «φίλοι» καιροφυλακτούν να τους την στερήσουν.
Οι παραπάνω συλλογισμοί δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ή φαντασιακού τύπου προσδοκία διατήρησης της ειρήνης με ΚΑΝΕΝΑ άλλο μέσο πλην του μόνου απολύτως κατανοητού και όχι μόνον θα έλεγα από την Τουρκία αλλά και γενικότερα στις μεταψυχροπολεμικές διεθνείς σχέσεις αποτρεπτικού μέσου: αυτής καθεαυτής της ισχύος και εν τέλει της στρατιωτικής ισχύος.
Μόνον η «κλασική» αξιόπιστη αποτροπή, δηλαδή η δημιουργία πεποίθησης ότι ο επίβουλος θα πληρώσει δυσανάλογο και βαρύ κόστος σε περίπτωση εκτόνωσης της αρπακτικής ιδιοσυγκρασίας του προς τα … εδώ (προς τα ελληνικά κυριαρχικά και ζωτικά συμφέροντα) εξασφαλίζει την ειρήνη. Μόνον η αποτροπή θα εξασφαλίσει την Ειρήνη όπως και στο βαθμό που την εξασφάλισε και μέχρι και σήμερα.
Για να γίνω ακόμη πιο σαφής: σε τελική ανάλυση την πολυπόθητη ειρήνη εξασφαλίζει στον Έλληνα και την Ελληνίδα η αποτρεπτική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος έχει σήμερα την ισχύ που χρειάζεται για να λειτουργεί ως αξιόπιστο εργαλείο αποτροπής (αλλιώς μην ανησυχείτε θα το είχαμε … καταλάβει !) και η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας και κοινωνίας να προασπίσει και διαφυλάξει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα χρησιμοποιώντας ΟΛΟΥΣ τους διαθέσιμους παράγοντες ισχύος της χώρας. Έτσι προασπίζεται και η (οι) προσωπική ελευθερία (ελευθερίες). Και ο δικαιωματισμός προϋποθέτει την εθνική κυριαρχία και η εθνική κυριαρχία εξυπηρετεί τον ελληνικό τρόπο ζωής μας που συμπεριλαμβάνει θεμελιωδώς στον κεντρικό του πυρήνα τα ατομικά, κοινωνικά (ευημερία – βιοσυντήρηση) και πολιτικά (δημοκρατία) μας δικαιώματα. Χρειάζεται κοινωνική συνοχή και εθνική ενότητα: όχι όπως κάποιοι επανεμφανιζόμενοι μεταμφιεσμένοι πονηροί – αλλά όχι και έξυπνοι – αντιλαμβάνονται: ως έλλειψη ή «απαγόρευση» διαλόγου για την εθνική στρατηγική ενόψει μιας πραγματικής η τεχνητά διογκωμένης απειλής, αλλά αντίθετα ως δημοκρατική και πατριωτική ευθύνη και υποχρέωση όλων, ως η απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση και για την διαμόρφωση της (απαραίτητης εθνικής στρατηγικής) , αλλά και για την διόρθωση τυχόν σφαλμάτων, αρκεί να γίνεται (ο διάλογος) με παράθεση επιχειρημάτων και ιδίως ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ. Οποιος έχει την τόλμη της κριτικής ( μιας ιδιότητας a priori επωφελούς για την δημοκρατική κοινωνία και πολιτεία), με την παράθεση των προτάσεων που δίνουν απτό περιεχόμενο στις απόψεις του, δίνει την δυνατότητα στους συμπολίτες του, στους οποίους απευθύνεται, να τις αξιολογήσουν ελέγχοντας τον πραγματισμό του (ή αντίθετα αιθεροβασία του).
Ας θυμηθούμε το πολύ διδακτικό και για τους σημερινούς κυβερνώντες μάθημα του Μονάχου (Διάσκεψη του Μονάχου το 1938 όπου η Γαλλία και Βρετανία επέτρεψαν τη προσάρτηση της Σουδητίας από την χιτλερική Γερμανία υποτιμώντας τις χωρίς όρια «φιλοδοξίες» του Χίτλερ ) από τον απολύτως αρμόδιο να το περιγράψει Ουίνστον Τσώρτσιλ ως «κάποιον που ταΐζει ένα κροκόδειλο, ελπίζοντας ότι θα φαγωθεί τελευταίος.»